φακιρικός

φακιρικός
-ή, -ό, Ν [φακίρης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φακίρη («φακιρικά τεχνάσματα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φακιρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φακίρη (βλ. λ.) : Φακιρική επίδειξη. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φακιρικά ταχυδαχτυλουργίες, κόλπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”